Ένα αφιέρωμα στους αγιογράφους Σταύρο, Θεοδόση και Κωνσταντίνο Γιούση
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΓΙΟΥΣΗΣ – ΖΩΓΡΑΦΟΣ (1878 – 1964)
Δεν είναι οι φωνές και τα παινέματα μερικών που τους έκαναν γνωστούς στους άλλους ανθρώπους. Απεναντίας. Τέτοιοι χάνονται στο θόρυβο και στην καθημερινότητα, αφανίζονται, κι εκείνο που μένει δικό τους είναι το αρνητικό τους μοντέλο για τους μεταγενέστερους.
Όλως διόλου διαφορετικός από τέτοιου είδους ανθρώπους ήταν ο μπάρμπα – Δόσης. Ο Θεοδόσης Γιούσης. Στο χωριό του – το χωριό μας – τον έλεγαν Δόση Ζωγράφο. Μάλλον ψηλός, λιγνός, με τα μαλλιά του, αν όχι κάτασπρα, αρκετά άσπρα. Κάποτε και με ένα κατεβατό μουστάκι, επίσης γκρίζο. Δεν ήξερε ποτέ να φωνάζει, να μαλώσει ο μπάρμπα – Δόσης. Ακόμη περισσότερο δεν παινεύονταν. Αν και ήταν υποχρεωμένος από τις περιστάσεις να ρεκλαμάρει τη δουλειά του, ούτε αυτό έκανε. Άφηνε να μιλήσει το έργο του.
Ο Θεοδόσης γεννήθηκε στο Χλωμό του Πωγωνίου κατά το 1878. Οικογένεια βιοπαλαιστών, πολυμελής με έντεκα αγόρια και κορίτσια και χαροκαμένη γιατί μόνο τα μισά τους επέζησαν, με μόνο αγόρι το Θεοδόση. Αλλά οικογένεια με αρχές, έντιμη, εργατική και με κάποια κλίση (γιατί να μην το πούμε πάθος;) προς τη ζωγραφική. Ήταν η εποχή που στο χωριό οικοδομούνταν ένα σοβαρό κοινοτικό έργο της εποχής, η εκκλησία του χωριού, κι ο πατέρας του μπάρμπα – Δόση, Σταύρος Γιούσης, ήταν εικοσάρικο παιδί. Παρακολουθούσε τους ξένους ζωγράφους που δούλευαν στην εκκλησία και τους εμπόδιζε πολλές φορές. Εκείνοι τον μάλωναν, τον έδιωχναν, μα αυτός, επίμονος και υπομονετικός «έκλεβε» την τέχνη τους. Και το κατόρθωσε. Ήταν η δεκαετία του 1850. Αργότερα, ή πάλη του στη ζωή του ‘δωσε το δίπλωμα του ζωγράφου. Και άσκησε τη ζωγραφική στην επαρχία σαν βιοποριστικό επάγγελμα, με το οποίο διατήρησε την πολυμελή του οικογένεια.
Τον καχεκτικό Θεοδόση, αφού τελείωσε το δημοτικό σκολειό του χωριού, τον έστειλε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, στο μεγαλύτερο γιο του από πρώτη γυναίκα. Εκεί τον έβαλαν υπάλληλο σε ένα εμπορικό κατάστημα. Ο μικρός Θεοδόσης όμως σχεδιαγραφούσε πίσω από τις θύρες του καταστήματος με κιμωλία. Ο αδερφός του είδε πως η δουλειά που του είχε διαλέξει του ήταν αδιάφορη, γι’ αυτό και τον πήγε να παρακολουθεί ένα ζωγράφο χωρίς να πληρώνεται μα ούτε να πληρώνει. Πέντε χρόνια έμεινε ο Δόσης στο ζωγράφο και ξόδευε για όλες τις ανάγκες του ένα γρόσι την ημέρα, που του ‘στελνε η μάνα του από το χωριό, από το υστέρημα της. Κι απ’ αυτό το ημερήσιο γρόσι μπόρεσε, με τρομερή οικονομία, να αγοράσει κάποτε ένα χειμωνιάτικο παλτό.
Ύστερα από πέντε χρόνια βουβής παρακολούθησης στον κύριο Γρεμμενόπουλο υποβλήθηκε από το μάστορά του σε… «εξετάσεις». Ζωγράφισε σε μεγέθυνση από καρτολίνα ένα άγαλμα που άρεσε στο ζωγράφο, ο οποίος ενθάρρυνε τον νέο και του ευχήθηκε «καλή σταδιοδρομία». Ο νέος ζωγράφος ειδικεύτηκε στα πορτρέτα άλλα πέντε χρόνια και, μετά, γύρισε στο χωριό του ασκώντας το επάγγελμα του ζωγράφου στο χωριό, στην περιοχή και, αργότερα, και σε άλλες περιοχές και επαρχίες.
Ειδικός ήταν στις προσωπογραφίες κι έχει γεμίσει το χωριό, τα χωριά με πορτρέτα των παππούδων των οικογενειών. Μα ζωγράφιζε και τοπία και αγιογραφίες έφκιανε.
Το καλό δωμάτιο στο τρίπατο σπίτι του το ‘χε στολισμένο με λογής-λογιών πορτρέτα και τοπία. Από την εποχή του Κατακλυσμού του Νώε με την έξοδο από την Κιβωτό ως τις μέρες μας. Με αντιγραφές αγαλμάτων του Μύρωνα, του Πραξιτέλη, το Δισκοβόλο, τον Ερμή, την Αφροδίτη. Με τις προσωπογραφίες του μεγάλου αδερφού Δημήτρη – κηδεμόνα του στην πόλη –, των γονέων του, του Μιχαήλ – Άγγελου. Με απόψεις από τη δημιουργία του κόσμου, τον Αδάμ και την Εύα, από την οικογενειακή ζωή της εποχής του «Η φιλοστοργία των γονέων και η ζηλοτυπία τον τέκνων», από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό και άλλα πολλά, ίσαμε τελευταία, στα βαθιά του γεράματα, έφκιασε, όπως μόνος του φαντάστηκε, το χορό του Ζαλόγγου.
Του είχαν ζητήσει από το Σπίτι Πολιτισμού της επαρχίας να αγοράσουν έργα του, ανάμεσα στα οποία και το λεπτοζωγραφισμένο με επιμέλεια πορτρέτο του πατέρα του. Και εκείνος, που δεν έβγαζε φωνή, για πρώτη ίσως φορά να φώναξε τόσο:
– Τι λέτε, μωρέ! Τον πατέρα μου να πουλήσω εγώ; Τι με περάσατε; Όχι, δεν τον πουλάω τον πατέρα μου!
Κι έτσι έκαμε. Ως το τέλος της ζωής του το πορτρέτο του γερό – Σταύρου στόλιζε τον οντά του γιού του!
Ο μπάρμπα – Δόσης κέρδισε την τέχνη σ’ ένα «σιωπηρό» σκολειό. Ο γέρο – Σταύρος την «έκλεψε» από ξένους ζωγράφους και ενέπνευσε στο γιό του το πάθος της ζωγραφικής. Ενώ ο Θεοδόσης την έμαθε και στον Κώστα, το γιο του, το πάθος της ζωγραφικής. Ο Κώστας αυτός, σήμερα χαίρει παγκόσμια εκτίμηση για την απλότητα στη ζωγραφιά, την αυστηρότητα στην έκφραση, την ξεκάθαρη δημιουργία και την ομαλότητα στο χρωματισμό. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ τον αναγνώρισε επίσημα στις 26.11.1974 σαν έναν καλλιτέχνη της Βυζαντινής τέχνης ανάμεσα στους πιο καλούς στον κόσμο, κοσμήτορες των βυζαντινών αγιογράφων.
Έτσι, όλοι τους, με την επίμονη δουλειά τους για μια καθαρή, γνήσια και βασισμένη ζωγραφική, άφησαν ένα ανεκτίμητο έργο και παράδειγμα για μίμηση προς όλους εκείνους που δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και ζητούν δικαιολογητικά να στηρίξουν τα «δε μπορώ» τους.
Και οι τρεις τους, έκαμαν και κάτι άλλο. Να το πω παράβαση των θεσμών και των κανόνων του χωριού; Ας το παραδεχτούμε (!). Να, τι έκαμαν:
Άλλαξαν το οικογενειακό τους επίθετο και την ονομασία της γειτονιάς τους με «δική τους αυθαιρεσία»(!). Έκαμαν το «Γιούσης» – Ζωγράφος και τη γειτονιά «Ζωγραφαίικα». Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή και για και για τους τρις τους να υποχρεώσουν τους Χλωμιώτες, με την έντιμη δουλειά τους, να τους αποκαλούν Ζωγράφους και Ζωγραφαίικα;
Με δουλειά τόσο παστρικιά, τόσο εκφραστική και ιδιαίτερη, δε μπορούσε να μείνει απαρατήρητη από τα αρμόδια όργανα του Πολιτισμού και της Κουλτούρας. Γι’ αυτό και τα έργα του Θεοδόση σήμερα πιάνουν σημαντική θέση στη μεγάλη πινακοθήκη των εθνικών μουσείων στο Αργυρόκαστρο.
Η μνήμη του μπάρμπα – Δόση θα ’ναι πάντα αξέχαστη σε κείνους του έμαθαν γι’ αυτόν το σιωπηρό καλλιτέχνη όλα αυτά τα… «απόρρητα» της βιογραφίας του…
Από το δελτίο πνευματικής ενημερώσεως της ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ.
Απρίλιος 1991, τεύχος 175 – σελ 174-176